- οριζοντιώνω
- οριζοντιώνω, οριζοντίωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οριζοντιώνω — 1. τοποθετώ οριζοντίως 2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα 3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαι μτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οριζοντιώνω — οριζοντίωσα, οριζοντιώθηκα, οριζοντιωμένος 1. τοποθετώ κάτι σε θέση οριζόντια. 2. μτφ., ξαπλώνω κάποιον κάτω, σκοτώνω. 3. μέσ., οριζοντιώνομαι ξαπλώνομαι από αρρώστια, μένω στο κρεβάτι: Κρύωσε και οριζοντιώθηκε για πολλές μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οριζοντίωση — η [οριζοντιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οριζοντιώνω, οριζόντια τοποθέτηση 2. (τοπογρ.) η οριζόντια τοποθέτηση τής γραμμής ή τού επιπέδου τών κάθε είδους οργάνων που χρησιμοποιούνται στις γεωμετρογραφικές επιστήμες … Dictionary of Greek
αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek